- κακομοιριά
- η1) несчастье, горе; злополучие (уст. ); 2) бедность, нищета; 3) жалкий вид; тщедушность (телосложения)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακομοιρία — κακομοιρίᾱ , κακομοιρία ill fate fem nom/voc/acc dual κακομοιρίᾱ , κακομοιρία ill fate fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακομοιρίᾳ — κακομοιρίᾱͅ , κακομοιρία ill fate fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακομοιριά — η (Μ κακομοιριά, Α κακομοιρία) [κακόμοιρος] κακή μοίρα, δυστυχία, αθλιότητα·. νεοελλ. έλλειψη καλής διαπλάσεως ή υψηλού φρονήματος, η έλλειψη προτερημάτων ή καλής εμφανίσεως … Dictionary of Greek
κακομοιριά — η δυστυχία, το να είναι κανείς κακομοίρης: Δεν αγόρασε παπούτσια από κακομοιριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακομοιρίας — κακομοιρίᾱς , κακομοιρία ill fate fem acc pl κακομοιρίᾱς , κακομοιρία ill fate fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακομοιρίαν — κακομοιρίᾱν , κακομοιρία ill fate fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αζουδιά — η [άζουδος] δυστυχία, φτώχεια, κακομοιριά … Dictionary of Greek
ανασβολιά — η πρόσκομμα, εμπόδιο, αναποδιά, κακοτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ασβολιά «δυστυχία, συμφορά, κακομοιριά» < αρχ. ασβόλη «αιθάλη, καπνιά»] … Dictionary of Greek
δυσδαιμονία — δυσδαιμονία, η (Α) δυστυχία, κακομοιριά … Dictionary of Greek
κακοπάθεια — και κακοπάθια και κακοπαθιά, η (AM κακοπάθεια, Α και κακοπαθία, Μ και κακοπαθεία) [κακοπαθής] το να κακοπαθεί κάποιος, κακουχία, ταλαιπωρία, αθλιότητα («τοῡ γηραιοῡ... τὴν ἀπροσδόκητον κακοπάθειαν», Αντιφ.) νεοελλ. 1. διαβίωση γεμάτη στερήσεις,… … Dictionary of Greek
λυγρός — λυγρός, ά, όν (Α) 1. καταστρεπτικός, ολέθριος, δεινός, λυπηρός, θλιβερός («ἄλγεα λυγρά», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) α) επιβλαβής, βλαβερός («τὸν ἀνὴρ κακὸς ἐξαλάωσεν σὺν λυγροῑς ἑτάροισι», Ομ. Οδ.) β) ανίκανος για μάχη, δειλός (οὐδ ἂν ἔγωγε ἀνδρὶ… … Dictionary of Greek